- τριφάρμακος
- -ον, Μμτφ. (σχετικά με την κενοδοξία, αλαζονεία και ζηλοτυπία) αυτός που περιέχει τρία δηλητήρια («ἡ τρίσειρος ἅλυσις τῶν κακῶν, το τριφάρμακον κέρασμα τῶν παθῶν, ἡ τριττὴ γλώττα τῶν αἱρετικῶν», Νειλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -φάρμακος (< φάρμακον «δηλητήριο»), πρβλ. τετρα-φάρμακος].
Dictionary of Greek. 2013.